Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποψιλώνω < αρχαία ελληνική ἀποψιλόω/ἀποψιλῶ

  Ρήμα επεξεργασία

αποψιλώνω

  1. κόβω, καίω, αφαιρώ ή αραιώνω τα δέντρα ή τη βλάστηση μιας περιοχής
     συνώνυμα: απογυμνώνω, αποδασώνω, αποφαλακρώνω
     αντώνυμα: αναδασώνω
  2. αποτριχώνω
  3. (μεταφορικά) αφαιρώ δικαιώματα ή αρμοδιότητες

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία