Δείτε επίσης: ἀποχωρίζω, αποχωρώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχωρίζω < αρχαία ελληνική ἀποχωρίζω < ἀπό + χωρίζω < χῶρος / χῶρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ĝhē- (αφήνω, αδειάζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.xoˈɾi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

αποχωρίζω (παθητική φωνή: αποχωρίζομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία