Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχρεμπτικό τα αποχρεμπτικά
      γενική του αποχρεμπτικού των αποχρεμπτικών
    αιτιατική το αποχρεμπτικό τα αποχρεμπτικά
     κλητική αποχρεμπτικό αποχρεμπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχρεμπτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποχρεμπτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχρεμπτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αποχρεμπτικό