αποχή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποχή | οι | αποχές |
γενική | της | αποχής | των | αποχών |
αιτιατική | την | αποχή | τις | αποχές |
κλητική | αποχή | αποχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποχή < αρχαία ελληνική ἀπέχω < ἀπό + ἔχω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική abstention[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐χή
- τονικό παρώνυμο: απόχη
- παρώνυμο: εποχή
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποχή θηλυκό
- η διαδικασία ή η ενέργεια του απέχω
- το να απέχει κάποιος από κάποια διαδικασία, ιδίως ψηφοφορία, να μη συμμετέχει σ’ αυτή
- η αποφυγή κάποιων πραγμάτων ή επιθυμιών
- (αστρονομία) Η γωνιακή απόσταση ενός πλανήτη από τον Ήλιο, με τη Γη ως σημείο αναφοράς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη απέχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχή
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αποχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας