Δείτε επίσης: απόχη, ἀποχή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχή οι αποχές
      γενική της αποχής των αποχών
    αιτιατική την αποχή τις αποχές
     κλητική αποχή αποχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποχή < αρχαία ελληνική ἀπέχω < ἀπό + ἔχω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική abstention[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐χή
τονικό παρώνυμο: απόχη
παρώνυμο: εποχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχή θηλυκό

  1. η διαδικασία ή η ενέργεια του απέχω
    1. το να απέχει κάποιος από κάποια διαδικασία, ιδίως ψηφοφορία, να μη συμμετέχει σ’ αυτή
    2. η αποφυγή κάποιων πραγμάτων ή επιθυμιών
  2. (αστρονομία) Η γωνιακή απόσταση ενός πλανήτη από τον Ήλιο, με τη Γη ως σημείο αναφοράς

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία