Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχέτευση οι αποχετεύσεις
      γενική της αποχέτευσης* των αποχετεύσεων
    αιτιατική την αποχέτευση τις αποχετεύσεις
     κλητική αποχέτευση αποχετεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχετεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχέτευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποχέτευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἀποχετεύω < ὀχετός < ὄχος / ὀχέω < ἔχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχέτευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία