Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφυλακίζω < απο- + φυλακίζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désemprisonner[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.fi.laˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐φυ‐λα‐κί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποφυλακίζω, αόρ.: αποφυλάκισα, παθ.φωνή: αποφυλακίζομαι, π.αόρ.: αποφυλακίστηκα, μτχ.π.π.: αποφυλακισμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από, φυλακίζω, φυλακή και φυλάσσω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία