αποφορά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποφορά | οι | αποφορές |
γενική | της | αποφοράς | των | αποφορών |
αιτιατική | την | αποφορά | τις | αποφορές |
κλητική | αποφορά | αποφορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποφορά < ελληνιστική κοινή ἀποφορά (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀποφορά
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποφορά θηλυκό
- (λόγιο) δυσάρεστη οσμή, έντονη δυσοσμία
- ※ Περνώντας απ' το χειρουργείο του τάγματος, βαριά αποφορά χλωροφόρμιου μου κεντάει το ρουθούνι. (Γιάννης Σκαρίμπας Φυγή προς τα εμπρός [διήγημα])