Δείτε επίσης: ἀποφοιτῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφοιτώ < αρχαία ελληνική ἀποφοιτάω / ἀποφοιτῶ < ἀπό + φοιτάω / φοιτῶ < φοῖτος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.fiˈto/

  Ρήμα επεξεργασία

αποφοιτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία