Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφλοιώνω < απο- + φλοιός

  Ρήμα επεξεργασία

αποφλοιώνω

  • αφαιρώ το φλοιό από φυτό ή καρπό ή από το δέρμα ζωντανού οργανισμού

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το ρήμα συνήθως δε χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή και αναφέρεται συχνότερα σε αυτοματοποιημένη ή τη βιομηχανοποιημένη διαδικασία αφαίρεσης του φλοιού από καρπούς

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία