Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποφλοιωτής οι αποφλοιωτές
      γενική του αποφλοιωτή των αποφλοιωτών
    αιτιατική τον αποφλοιωτή τους αποφλοιωτές
     κλητική αποφλοιωτή αποφλοιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφλοιωτής < αποφλοιώ(νω) + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.fli.oˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐φλοι‐ω‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποφλοιωτής αρσενικό

  1. (εργαλείο, τεχνολογία) ειδικό εργαλείο ή συσκευή για αποφλοίωση, που αποφλοιώνει, έχει τη δυνατότητα να διαχωρίσει τη φλούδα σε φρούτα και λαχανικά, το φλοιό σε κορμούς δέντρων κ.λπ.
    Αποφλοιωτής αμυγδάλων/λαχανικών.
    Αποφλοιωτής κορμών δέντρων.
     συνώνυμα: απογυμνωτής (για αποφλοιωτή σύρματος), ξεφλουδιστήρι (για αποφλοιωτή φλούδας οπωρών και λαχάνων)
  2. (επάγγελμα) εργάτης που ασχολείται με την αποφλοίωση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αποφλοιωτήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)