Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απουσιάζω < απουσί(α) + -άζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.pu.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐που‐σι‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

απουσιάζω

  1. δεν είμαι εδώ / εκεί
    ποιος απουσιάζει σήμερα από το μάθημα;
  2. δεν υπάρχω
    από το επιχείρημά σου απουσίαζε η σχέση με την πραγματικότητα

Κλίση επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία