Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποτεφρωμένος η αποτεφρωμένη το αποτεφρωμένο
      γενική του αποτεφρωμένου της αποτεφρωμένης του αποτεφρωμένου
    αιτιατική τον αποτεφρωμένο την αποτεφρωμένη το αποτεφρωμένο
     κλητική αποτεφρωμένε αποτεφρωμένη αποτεφρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποτεφρωμένοι οι αποτεφρωμένες τα αποτεφρωμένα
      γενική των αποτεφρωμένων των αποτεφρωμένων των αποτεφρωμένων
    αιτιατική τους αποτεφρωμένους τις αποτεφρωμένες τα αποτεφρωμένα
     κλητική αποτεφρωμένοι αποτεφρωμένες αποτεφρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποτεφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποτεφρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

αποτεφρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία