αποτεφρωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτεφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποτεφρώνω
Μετοχή επεξεργασία
αποτεφρωμένος, -η, -ο
- που έχει αποτεφρωθεί, που έχει καεί τελείως και μετατραπεί σε στάχτη
αποτεφρωμένος, -η, -ο