Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσχίζομαι < αρχαία ελληνική ἀποσχίζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποσχίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποσχίζομαι

  1. διαιρούμαι
  2. αποχωρίζομαι από μια ευρύτερη ομάδα, αποσπώμαι, αποσκιρτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία