Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσυρραπτικό τα αποσυρραπτικά
      γενική του αποσυρραπτικού των αποσυρραπτικών
    αιτιατική το αποσυρραπτικό τα αποσυρραπτικά
     κλητική αποσυρραπτικό αποσυρραπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυρραπτικό < απο- + συρραπτικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποσυρραπτικό ουδέτερο

  • εργαλείο που χρησιμοποιείται για να διευκολύνει την αφαίρεση συρραπτικών συρμάτων από χαρτιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία