αποσυρραπτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσυρραπτικό < απο- + συρραπτικό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσυρραπτικό ουδέτερο
- εργαλείο που χρησιμοποιείται για να διευκολύνει την αφαίρεση συρραπτικών συρμάτων από χαρτιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσυρραπτικό