Δείτε επίσης: ἀποστρέφομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστρέφομαι < αρχαία ελληνική ἀποστρέφομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποστρέφω < ἀπό + στρέφω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αποστρέφομαι

  • παθητική φωνή του ρήματος αποστρέφω
    1. παθητικές σημασίες του αποστρέφω: (στρέφομαι αλλού)
    2. (μεταβατικό) ενοχλούμαι από κάτι έντονα και το αποφεύγω
      Γιατί οι νέοι αποστρέφονται την πολιτική;
    3. στρέφομαι
      [...] ως χριστιανός ορθόδοξος ομνύω σας και λέγω· αν δώση ο Θεός κ᾿ η δόξα του ν᾿ αποστραφώ στην Δύση, στον Πάπα τον αγιώτατον κ᾿ εις όλους τους ρηγάδες βούλομαι ελθείν σωματικώς να τους ειπώ τα βλέπω, ολπίζω εις έλεος Χριστού να τους παρακινήσω, να έλθουν με τα φουσσάτα τους εδώ στο μέρος τούτο [...] (Χρειάζεται τεκμηρίωση αν πρόκειται για πρωτότυπο κείμενο)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία