Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστέργω < αρχαία ελληνική ἀποστέργω < ἀπὁ + στέργω

  Ρήμα επεξεργασία

αποστέργω

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία