αποσπορία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποσπορία θηλυκό
- (βιολογία), (βοτανική): η κατάσταση αναπαραγωγής που παρουσιάζουν κάποια φυτά όπου παραλείπεται η μείωση όταν ένα διπλοειδές κύτταρο σπορόφυτου δημιουργεί το σπόριο που παράγει ένα διπλοειδές γαμετόφυτο.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσπορία
|