αποσμηκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσμηκτικός < απόσμηξη + -τικός < (ελληνιστική κοινή) ἀπόσμηξις < ἀποσμήχω
Επίθετο επεξεργασία
αποσμηκτικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσμηκτικός
|