αποσκιαδερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποσκιαδερός < ιδιωματικό αποσκιάδ(α) + -ερός → δείτε και τη λέξη αποσκιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.sca.ðeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐σκια‐δε‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
αποσκιαδερός, -ή, -ό
- (σπάνιο) που συνήθως έχει σκιά
- ↪ Ο κήπος ήταν αποσκιαδερός, δροσερό καταφύγιο για τις μέρες του καύσωνα.
- ↪ Αποσκιαδερή Μάνη: η δυτική Μάνη
- ≈ συνώνυμα: αποσκιερός, απόσκιος, σκιερός
- ≠ αντώνυμα: προσήλιος, προσηλιακός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποσκιαδερός
|
Πηγές επεξεργασία
- αποσκιαδερός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας