απορητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
απορητικός
- που εκφράζει απορία
- Η φιλοσοφία ως απορητικός λόγος
- Ερωτηματικά και απορητικά δοκίμια για το πού πάμε την Ελλάδα οι Έλληνες
- κατά μεν τα νοήματα πυκνός έστι και συνεστραμμένος και απορητικός (Pars I: Ammonius in Aristotelis Categorias commentarium) (Ἀμμώνιος ὁ Ἑρμείου)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απορητικός
|