Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπυρηνικοποιώ < απο- + πυρηνικός + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική denuclearise)

  Ρήμα επεξεργασία

αποπυρηνικοποιώ (παθητική φωνή: αποπυρηνικοποιούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία