Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποπνιγμός οι αποπνιγμοί
      γενική του αποπνιγμού των αποπνιγμών
    αιτιατική τον αποπνιγμό τους αποπνιγμούς
     κλητική αποπνιγμέ αποπνιγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπνιγμός < αποπνίγ(ω) + -μός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.pniɣˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐πνι‐γμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποπνιγμός αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία