Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποπαίρνω < από + παίρνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποπαίρνω

  1. κατσαδιάζω, επιπλήττω
    Συγχώρεσέ τον και μην τον αποπαίρνεις. Μικρό παιδί είναι ακόμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία