απονευρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απονευρωτικός < απονευρώνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
απονευρωτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την απονεύρωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις απονευρώνω και νεύρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
απονευρωτικός
|