απονεμημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απονεμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονέμω
Μετοχή επεξεργασία
απονεμημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη απονέμω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απονεμημένος
|
απονεμημένος, -η, -ο
|