απονεκρωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απονεκρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απονεκρώνω
Μετοχή επεξεργασία
απονεκρωμένος, -η, -ο
- που έχει απονεκρωθεί ή αναισθητοιηθεί
- (μεταφορικά) που έχει πέσει σε ηθικό ή οικονομικό μαρασμό, σε παρακμή
Μεταφράσεις επεξεργασία
απονεκρωμένος
|