Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απομαγνητίζω < απο- + μαγνητίζω (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démagnétiser < (ελληνιστική κοινήΜαγνήτης (λίθος) < αρχαία ελληνική Μαγνῆτις (λίθος) < Μαγνησία < Μάγνης

  Ρήμα επεξεργασία

απομαγνητίζω (παθητική φωνή: απομαγνητίζομαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία