απολταριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απολταριά | οι | απολταριές |
γενική | της | απολταριάς | των | απολταριών |
αιτιατική | την | απολταριά | τις | απολταριές |
κλητική | απολταριά | απολταριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απολταριά θηλυκό
- (ιδιωματικό) το μέρος έξω από μια εκκλησία όπου μαζεύονται οι πιστοί μετά από κάποια ιερή ακολουθία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολταριά
|