απολιχνίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απολιχνίδι | τα | απολιχνίδια |
γενική | του | απολιχνιδιού | των | απολιχνιδιών |
αιτιατική | το | απολιχνίδι | τα | απολιχνίδια |
κλητική | απολιχνίδι | απολιχνίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολιχνίδι < απολιχνίζω + -ίδι
Ουσιαστικό επεξεργασία
απολιχνίδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) απομεινάρι από το λίχνισμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λιχνίζω