↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκτηνωμένος η αποκτηνωμένη το αποκτηνωμένο
      γενική του αποκτηνωμένου της αποκτηνωμένης του αποκτηνωμένου
    αιτιατική τον αποκτηνωμένο την αποκτηνωμένη το αποκτηνωμένο
     κλητική αποκτηνωμένε αποκτηνωμένη αποκτηνωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκτηνωμένοι οι αποκτηνωμένες τα αποκτηνωμένα
      γενική των αποκτηνωμένων των αποκτηνωμένων των αποκτηνωμένων
    αιτιατική τους αποκτηνωμένους τις αποκτηνωμένες τα αποκτηνωμένα
     κλητική αποκτηνωμένοι αποκτηνωμένες αποκτηνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκτηνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκτηνώνω

αποκτηνωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία