Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκλιμάκωση οι αποκλιμακώσεις
      γενική της αποκλιμάκωσης* των αποκλιμακώσεων
    αιτιατική την αποκλιμάκωση τις αποκλιμακώσεις
     κλητική αποκλιμάκωση αποκλιμακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκλιμακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκλιμάκωση < αποκλιμακώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκλιμάκωση θηλυκό

  • το αποτέλεσμα του αποκλιμακώνω, η με διάφορα μέσα μείωση της έντασης, χαλάρωση μιας έντονης κατάστασης, η οποία είχε πρόσφατα πάρει μεγάλες διαστάσεις, η μείωση της βαθμίδας απειλής ή έντασης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία