αποκεράτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκεράτωση | οι | αποκερατώσεις |
γενική | της | αποκεράτωσης* | των | αποκερατώσεων |
αιτιατική | την | αποκεράτωση | τις | αποκερατώσεις |
κλητική | αποκεράτωση | αποκερατώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκερατώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκεράτωση < αποκερατώνω + -ση < απο- + κέρατο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκεράτωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποκερατώνω, η αφαίρεση των κεράτων κάποιων ζώων (π.χ. βοοειδών)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποκερατώνω, από και κέρατο