Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθερμαίνω < απο- + θερμαίνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cool down)

  Ρήμα επεξεργασία

αποθερμαίνω (παθητική φωνή: αποθερμαίνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία