αποθαρρημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.θa.ɾiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐θαρ‐ρη‐μέ‐νος
- ομόηχο: αποθαρρυμένος
- παρώνυμο: αποθαρρεμένος
Μετοχή επεξεργασία
αποθαρρημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποθαρρώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αποθαρρυμένος (του αποθαρρύνω)
- αποθαρρεμένος (δημοτική & μεσαιωνικό)
Παράγωγα επεξεργασία
- αποθαρρημένα (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποθαρρημένος
|
Πηγές επεξεργασία
- αποθαρρημένος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας