αποθαλασσωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
αποθαλασσωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αποθαλασσωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αποθαλασσωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποθαλασσωμένος