Δείτε επίσης: ἀποζῶ, απόζω, ἀπόζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποζώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποζῶ / ἀποζάω (αρχαία σημασία: ζω από κάτι) [1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.poˈzo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐ζώ
τονικό παρώνυμο: απόζω

  Ρήμα επεξεργασία

αποζώ, πρτ.: αποζούσα, αόρ.: απόζησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ζω
  2. ζω φτωχικά
  3. επιζώ
  4. βρίσκομαι στο τέλος της ζωής μου, έχω ζήσει τη ζωή μου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία