Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτωχικά < φτωχικ(ός) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fto.çiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτω‐χι‐κά

  Επίρρημα επεξεργασία

φτωχικά

  • με φτωχικό τρόπο, χωρίς πλούτη και πολυτέλεια

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φτωχικά



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτωχικά < φτωχικ(ός) +

  Επίρρημα επεξεργασία

φτωχικά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

φτωχικά