αποεπιβίβαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποεπιβίβαση | οι | αποεπιβιβάσεις |
γενική | της | αποεπιβίβασης* | των | αποεπιβιβάσεων |
αιτιατική | την | αποεπιβίβαση | τις | αποεπιβιβάσεις |
κλητική | αποεπιβίβαση | αποεπιβιβάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποεπιβιβάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποεπιβίβαση < απο-(βίβαση) + επιβίβαση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποεπιβίβαση θηλυκό
- η διαδικασία της αποβίβασης και επιβίβασης σε μέσον μεταφοράς
- η αποεπιβίβαση αφορά μόνο επιβάτες, όχι φορτία, ή ζώντα ζώα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποεπιβίβαση
|