Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποβίβαση οι αποβιβάσεις
      γενική της αποβίβασης* των αποβιβάσεων
    αιτιατική την αποβίβαση τις αποβιβάσεις
     κλητική αποβίβαση αποβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβίβαση < αποβιβάζω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποβίβαση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία