αποδοχές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδοχές < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική recouvrement
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδοχές θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- τα είδη που λαμβάνει κανείς ως αντάλλαγμα για μία υπηρεσία που προσφέρει
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αποδοχές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποδοχή