αποδοτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδοτικότητα < αποδοτικός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rentabilité)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδοτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αποδοτικός, η ιδιότητα του αποδοτικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδοτικότητα