αποδεσμευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδεσμευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποδεσμεύω
Μετοχή επεξεργασία
αποδεσμευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποδεσμεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποδεσμευμένος
|
αποδεσμευμένος, -η, -ο
|