Δείτε επίσης: αποδεικτικότητα, αποδεκτότητα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδεκτικότητα οι αποδεκτικότητες
      γενική της αποδεκτικότητας των αποδεκτικοτήτων
    αιτιατική την αποδεκτικότητα τις αποδεκτικότητες
     κλητική αποδεκτικότητα αποδεκτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

αποδεκτικότητα < αποδεκτικ(ός) + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.ðe.ktiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐δε‐κτι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποδεκτικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία