απογοήτευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απογοήτευση | οι | απογοητεύσεις |
γενική | της | απογοήτευσης* | των | απογοητεύσεων |
αιτιατική | την | απογοήτευση | τις | απογοητεύσεις |
κλητική | απογοήτευση | απογοητεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απογοητεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απογοήτευση < απογοητεύω + -ση < απο- + γοητεύω < αρχαία ελληνική γοητεύω < γόης, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désenchantement
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.ɣoˈi.tef.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
απογοήτευση θηλυκό
- δυσάρεστο συναίσθημα ματαίωσης λόγω μη ικανοποίησης ή μη πραγματοποίησης επιθυμητού γεγονότος
- ένιωσα απογοήτευση, όταν αποφάσισες να φύγεις
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις απογοητεύω, γοητεύω και γόης
Μεταφράσεις επεξεργασία
απογοήτευση