Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβαρβαρώνω < μεσαιωνική ελληνική ἀποβαρβαροῦμαι < ἀπό + βάρβαρος

  Ρήμα επεξεργασία

αποβαρβαρώνω

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία