Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποθηριώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποθηριόω / ἀποθηρι(ῶ) + -ώνω < ἀπο- (απο-) + θηρίον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.θi.ɾiˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐θη‐ρι‐ώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

αποθηριώνω, αόρ.: αποθηρίωσα, παθ.φωνή: αποθηριώνομαι, π.αόρ.: αποθηριώθηκα, μτχ.π.π.: αποθηριωμένος

  1. (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάποιον σε θηρίο
  2. (μεταφορικά) κάνω κάποιον έξαλλο, τον εξοργίζω υπερβολικά

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις από και θηρίο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία