Δείτε επίσης: ἀποβαίνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποβαίνω < ἀπο- +βαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποβαίνω (απέβαινε, απέβαιναν, θα αποβεί, θα αποβούν, απέβη, απέβησαν)

  • καταλήγω
    • ρήμα (στον αόριστο, συνήθως στο γ΄ πρόσωπο της νεοελληνικής) που σημαίνει την κατάληξη μιας ενέργειας, ενός σχεδίου

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία