απνευστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απνευστική | ||
γενική | της | απνευστικής | ||
αιτιατική | την | απνευστική | ||
κλητική | απνευστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απνευστική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απνευστική θηλυκό
- (βιολογία), (εντομολογία): νύμφη ορισμένων ειδών εντόμων της οποίας τα αναπνευστικά ανοίγματα είναι κλειστά, ή ανύπαρκτα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
απνευστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
απνευστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του απνευστικός