Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλικατέρ < γαλλική applicateur < appliquer + -ateur < λατινική applicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος applico < ad + plico < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα pleḱ- ‎(πλέκω, υφαίνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απλικατέρ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία