απεριοδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απεριοδικός < α- + περιοδικός
Επίθετο επεξεργασία
απεριοδικός, -ή, -ό
- που δεν τον χαρακτηρίζει περιοδικότητα
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη περίοδος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απεριοδικός
|